μπαϊλάτον

μπαϊλάτον
μπαϊλάτον, τὸ (Μ)
η εξουσία τού μπαΐλου η οποία ασκούνταν στο όνομα τού βασιλιά τής Γαλλίας, καθώς και η διοικητική περιφέρειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάιλος + κατάλ. -άτο(ν) (πρβλ. και μσν. λατ. baiulatus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαλιάτον — μπαλιάτον, τὸ (Μ) το μπαϊλάτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαϊλάτον με επίδραση τού μπαλίος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”